Τα πρώτα ίχνη της ανθρώπινης παρουσίας διαπιστώνονται με βεβαιότητα από τα νεολιθικά χρόνια. Πλούσια ευρήματα της εποχής αυτής, καθώς και της εποχής του Χαλκού, που φωτίζουν κάπως τα προϊστορικά χρόνια, έχουν εντοπιστεί στις θέσεις Μαρμαράλωνα (Ξεροκάμπου), Κουτρί (Άγ. Ιωάννη). Άγιος Γεώργιος (Μελιγούς), Χερρονήσι, Νησί Παραλίου Άστρους, στο δρόμο κοντά στην Παραλία Λεωνιδίου, στο γεράκι.
Οι πρώτοι κάτοικοι ανήκαν στα προελληνικά φύλα, στους Πελασγούς, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκαν στην περιοχή οι Αρκάδες και στα παράλια (παράλληλα με την εγκατάστασή τους στον Αργολικό κάμπο) οι Δαναοί. Στη συνέχεια, εγκαταστάθηκαν οι Ίωνες στην Κυνουρία. Οι δημιουργοί τουΜυκηναϊκού πολιτισμού, οι Αχαιοί, ήρθαν στην Αργολίδα γύρω στα 1.600 π.Χ. και σύντομα επεκτάθηκαν και στην περιοχή του Πάρνωνα. Η Κυνουρία ήταν εκείνη την εποχή κομμάτι της “Αργείας γης”.
Με την “κάθοδο των Δωριέων” άρχισε ο εκδωρισμός των κατοίκων και η περιοχή διαμοιράστηκε μεταξύ των Δωριέων της Σπάρτης, των Αρκάδων της Τεγέας και των Δωριέων του Άργους. Στη θέση Φονεμένοι του Αγ. Πέτρου, δίπλα στο δρόμο προς Καρυές, βρέθηκαν τρεις μεγάλοι λιθοσωροί (αρχαία ιερά αφιερωμένα στον Ενόδιο Ερμή), οι οποίοι αντιστοιχούσαν στα όρια των επικρατειών του Άργους, της Τεγέας και της Σπάρτης.
Την περιοχή του Πάρνωνα, και ιδιαίτερα την Κυνουρία, από τα τέλη του 11ου αι. π.Χ. ως και τα ρωμαϊκά χρόνια, τη διεκδικούσαν τόσο η Σπάρτη όσο και το Άργος, δύο πόλεις που ήταν συνεχώς σε ανταγωνισμό. Ορισμένες περιοχές ελέγχονταν από το Άργος και άλλες από τη Σπάρτη, ενώ η οριογραμμή μεταξύ τους μεταβαλλόταν διαρκώς.Οι έντονες εχθροπραξίες μεταξύ των δύο αυτών πόλεων, αν και δεν ευνόησαν την ανάπτυξη ενός σπουδαίου αστικού κέντρου στη ευρύτερη περιοχή, οδήγησαν στην κατασκευή πολλών οχυρών, πύργων και φυλακίων, λείψανα των οποίων έχουν διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας.
Όμως, παρά τις συνεχείς αναταραχές κάποιοι σημαντικοί οικισμοί, συνήθως οχυρωμένοι, αναπτύχθηκαν την περίοδο αυτή. Στη ΒΑ περιοχή, που στα αρχαία χρόνια ονομαζόταν Θυρεάτις, κύριος οικισμός ήταν η Θυρέα και δευτερεύοντες ηΑνθήνη, η Νηρίδα, η Εύα και το Άστρος.
Η ΝΑ περιοχή αντιστοιχούσε στη χώρα των Πρασιών, όπου υπήρχε ο κύριος οικισμός Πρασιαί και οι δευτερεύοντες Πολίχνη, Τυρός και Γλυππία. ΟιΓερόνθρες και ο αρχαίος Μαριός, που κατείχαν τη θέση των σημερινών χωριών Γεράκι και Μαρί αντίστοιχα, βρίσκονταν στη ΝΔ πλευρά. Η τεγεατική Φυλακή του Παυσανία πρέπει να ήταν στο φυσικά οχυρωμένο ύψωμα Κακκαβουλέρι (20 λεπτά από τα Βούρβουρα). Τέλος, οι αρχαίες Καρυές βρίσκονταν πιθανόν βόρεια του σημερινού ομώνυμου χωριού.
Μετά την υποδούλωση της περιοχής από τους Ρωμαίους, το 2ο αι. π.Χ., έπαψαν οι πόλεμοι ανάμεσα στα ελληνικά κράτη και η περιοχή αναπτύχθηκε οικονομικά. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο άκμασε ο οικισμός της Εύας, που αναδείχθηκε η σπουδαιότερη πόλη της Θυρεάτιδας.
Περίπου στα μέσα του 2ου αι. μΧ. ο Τιβέριος Κλαύδιος Αττικός Ηρώδηςέκτισε στην Εύα μια από τις πολυτελέστερες επαύλεις του και εξωράισε τον οικισμό με υδραγωγεία, λουτρά, άλση, αγάλματα. Τον Ηρώδη δεν το τράβηξε εδώ μόνο το ωραίο και ήρεμο τοπίο, με την πλούσια βλάστηση, τα πολλά θηράματα και τα άφθονα νερά, αλλά και η εύφορη πεδιάδα τηςΘυρεάτιδας, της οποίας ένα μεγάλο μέρος πρέπει να εκμεταλλευόταν. Οι πρόσφατες ανασκαφές στην Εύα έχουν αποκαλύψει πολλά οικοδομήματα, ψηφιδωτά και αγάλματα εξαιρετικής τέχνης. Αρκετά από τα ευρήματα αυτά κοσμούν σήμερα το Αρχαιολογικό Μουσείο της Τρίπολης και το μικρό Αρχαιολογικό Μουσείο του Άστρους, που στεγάζεται στην πρώην Σχολή Καρυτσιώτη.
Η περιοχή του Γερακίου, παρότι είναι γενικά άγνωστη, χαρακτηρίζεται από την παρουσία πολλών και αξιόλογων βυζαντινών μνημείων. Απέναντι από το Γεράκι, στην κορυφή ενός λόφου, δεσπόζουν σήμερα τα λείψαναβυζαντινής καστροπολιτείας. Το περίφημο κάστρο έχτισε ο Φράγκος βαρόνος Γκυ ντε Νιβελέ, στον οποίο είχε παραχωρηθεί η περιοχή το1209 για να την ελέγχει. Το μεγάλο και εκτεταμένο αυτό φρούριο αποτελούσε ενδιάμεσο σταθμό επικοινωνίας μεταξύ των κάστρων τουΜυστρά και της Μονεμβασίας. Το 1262 πέρασε στα χέρια τωνΒυζαντινών, οι οποίοι ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο τα τείχη του και έχτισαν μέσα στο κάστρο πολλές εκκλησίες, όπως της Αγ. Παρασκευής και της Ζωοδόχου Πηγής. Η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, που βρίσκεται επίσης μέσα στο κάστρο, είναι παλιότερη από αυτό και χρονολογείται στον 11ο αι.
Το “βυζαντινό” Γεράκι, χτισμένο στους νότιους πρόποδες του Πάρνωνα, είναι ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς οικισμούς του, με πλήθος βυζαντινές εκκλησίες. Στην ίδια θέση ήταν χτισμένες και οι αρχαίες Γερόνθρες, καθώς και ο μεταγενέστερος βυζαντινός οικισμός Ιεράκιον. Πολλά κομμάτια της αρχαίας πόλης, όπως και επιγραφές και κομμάτια αρχαίων ναών, εντοιχίστηκαν σε αρκετές βυζαντινές εκκλησίες του μεταγενέστερου οικισμού. Κατά τη Φραγκοκρατία ο οικισμός μεταφέρθηκε στη θέση όπου δεσπόζουν σήμερα τα λείψανα της μεσαιωνικής καστροπολιτείας. Μετά την Τουρκοκρατία, οι κάτοικοι μετέφεραν και πάλι τον οικισμό τους στη θέση όπου βρίσκεται και σήμερα.
Από τον 4ο αι. μ.Χ. η περιοχή του Πάρνωνα, αλλά και ολόκληρη η Πελοπόννησος, αποτελούσε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η χριστιανική θρησκεία διαδόθηκε από τον 6ο αι. μ.Χ. και μετά, όπως μαρτυρεί επιτύμβια επιγραφή που βρέθηκε στη θέση Παλιόστολος, Β-ΒΑ του χωριού Στόλος, όπου και τα ερείπια οικισμού παλαιοχριστιανικών χρόνων.
Τον 8ο αι. εμφανίστηκαν στην περιοχή σλάβικες φυλές (Μηλιγγοί και Εζερίτες), που εγκαταστάθηκαν στις δυσπρόσιτες περιοχές του Πάρνωνα. Οι κατά περιόδους εξεγέρσεις τους (από τον 8ο έως το 10ο αι.) καταστάλθηκαν από το στρατό του Βυζαντίου και οι ίδιοι, σιγά-σιγά, εκχριστιανίστηκαν και εξελληνίστηκαν. Οι Μηλίγγοι άφησαν αρκετά τοπωνύμια στην περιοχή, όπως τα “Μελιγγίτικα καλύβια” κοντά στο Άστρος, και το “Μελιγού” κοντά στον Αγ. Ιωάννη.
Κατά το 13ο αι. (Α’ Φραγκοκρατία) η περιοχή πέρασε σταδιακά στα χέρια των Φράγκων και των Ενετών, οι οποίοι, για να διασφαλίσουν την κυριαρχία τους, έχτισαν το φρούριο στο Γεράκι και το καστρί της Ωριάς στο Ξεροκάμπι.
Οι Τσάκωνες, μη αναγνωρίζοντας τη φραγκική κυριαρχία, έκαναν συχνά επιθέσεις εναντίον τους. Η καθυπόταξη των Τσακώνων και της ορεινής περιοχής του Πάρνωνα έγινε μετά την παράδοση της Μονεμβασίας στους Φράγκους (1250).
Ύστερα από τη μάχη της Πελαγονίας (1259) και την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, η περιοχή επανήλθε στηνκυριαρχία των Βυζαντινών (1262). Όμως, οι εχθροπραξίες και οι λεηλασίες δεν είχαν σταματήσει. Η Πελοπόννησος δεν ευημερούσε πλέον. Οι Βενετοί εξακολούθησαν να ενδιαφέρονται για την περιοχή και έτσι το 1400 περίπου κατέλαβαν το Άστρος. Μερικά χρόνια αργότερα η περιοχή πέρασε στα χέρια τωνΤούρκων, που εισέβαλλαν στην Πελοπόννησο το 1460.
Τον 18ο αι. και τα πρώτα χρόνια του 19ου, ο Πραστός βρισκόταν σε μεγάλη ακμή, με πληθυσμό που ξεπερνούσε τις επτά χιλιάδες, και με κοινωνικοοικονομική διάρθρωση που διέφερε πολύ από αυτήν ενός ορεινού αγροτοκτηνοτροφικού οικισμού που είναι σήμερα.
Την περίοδο εκείνη ανθούσαν το εμπόριο και ναυσιπλοΐα και οι εμπορικές σχέσεις του Πραστού είχαν φθάσει μέχρι την Κωνσταντινούπολη, τηΡωσία, την Τουρκία, την Αίγυπτο και την Γαλλία. Για τη διάθεση και αποθήκευση των προϊόντων του τόπου τους, πολλοί Πραστιώτες, αλλά και άλλοι Τσάκωνες, είχαν εγκατασταθεί προσωρινά σε διάφορες μεγάλες πόλεις, κυρίως όμως στην Κωνσταντινούπολη, όπου διατηρούσαν εργαστήρια και αποθήκες. Τα εμπορεύματα μεταφέρονταν συνήθως με σπετσιώτικα και υδραίικα καράβια, κυριότεροι μέτοχοι των οποίων ήταν οι Πραστιώτες έμποροι. Τα εξαγόμενα προϊόντα ήταν λάδι και βελανίδι από την Τσακωνιά και τη Μάνη, μετάξι από το Μυστρά, μπαμπάκι από το Άργος, σταφίδα από την Κόρινθο, κρασί από τη Σάμο κ.α. Τα εισαγόμεναήταν χαβιάρι, αραβόσιτος, υφάσματα, λουλάκι, καφές, ζάχαρη και άλλα προϊόντα πολυτελείας.
Ο Πραστός, λόγω του επικερδούς εμπορίου, είχε αναπτύξει σημαντική οικονομική ισχύ και είχε αναδειχθεί σε ιστορική πρωτεύουσα της Τσακωνιάς. Οι τρεις συνοικίες του ήταν στολισμένες με ψηλούς πύργους, ωραίες εκκλησίες, υδραγωγεία κ.α. Η λάμψη του Πραστού έσβησε μετά την καταστροφή του από τον Ιμπραήμ.
Η κυριαρχία των Τούρκων διάρκεσε από το 1540 ως το 1685 (‘Α Τουρκοκρατία). Η περιοχή του Πάρνωνα σχεδόν ποτέ δεν κατοικήθηκε από τους Τούρκους, υπέφερε όμως από λεηλασίες και αρπαγές κάθε φορά που έδειχνε επαναστατικές διαθέσεις.
Το 1687 ο Μοροζίνι νίκησε τους Τούρκους και η περιοχή πέρασε στα χέρια τωνΕνετών (Β’ ενετοκρατία). Οι Ενετοί κράτησαν τις κτήσεις τους ως το 1715 και φρόντισαν να πυκνώσουν τον πληθυσμό και να εντατικοποιήσουν τις διάφορες καλλιέργειες για δικό τους όφελος. Μετά το 1715 η περιοχή κυριεύτηκε και πάλι από τους Τούρκους (Β’ Τουρκοκρατία).
Κατά το 18ο αι. και μέχρι την ελληνική επανάσταση η περιοχή είχε δύο σημαντικά χωριά, τον Άγιο Πέτρο και τον Πραστό. Στην περιοχή της Θυρεάτιδαςαναπτύχθηκε περισσότερο ο οικισμός του Αγ. Ιωάννη, που μαζί με τα γύρω τουμοναστήρια, δημιούργησε αξιόλογη πνευματική ζωή. Σε σχετική ακμή βρίσκονταν και τα γειτονικά χωριά Μελιγού, Πλάτανος και Τρίστενα (Χάραδρος).
Κατά τα τέλη του 18ου αι. άρχισε να δημιουργείται και πάλι το Άστρος. Κορυφαίος των ευεργετών του ο Δημήτριος Καρυτσιώτης, πλούσιος έμπορος στην Τεργέστη. Ο Καρυτσιώτης ίδρυσε σημαντική σχολή στον Αγ. Ιωάννη (1798) και παράρτημά της στο Άστρος (1805).
Με την έναρξη της επανάστασης οι κάτοικοι της νότιας περιοχής οργάνωσαν στρατιωτικό σώμα και το έστειλαν να πολιορκήσει τη Μονεμβασία, ενώ οι κάτοικοι της βόρειας περιοχής κατευθύνθηκαν κυρίως στα Βέρβαινα, σε αναμονή της επίθεσης κατά της Τριπολιτσάς. Η επιλογή των Βερβαίνων ως τόπου συγκέντρωσης των επαναστατημένων ελλήνων, κυρίως της Κυνουρίας και της Τεγέας, δεν ήταν τυχαία. Το χωριό, χτισμένο σε φυσική οχυρή τοποθεσία, κοντά σε βασικά οδικά περάσματα και με πανοραμική θέα το οροπέδιο της Τρίπολης, κατείχε πολύ σημαντική στρατηγική θέση. Το στρατόπεδο των Βερβαίνων ήταν το πρώτο και ένα από τα σπουδαιότερα στρατόπεδα τις πρώτες μέρες του αγώνα.
Στις 25 Μαρτίου 1821 κηρύχθηκε η επανάσταση. Στις 18 Μαΐου 1821 το σώμα των Τούρκων χωρίστηκε σε τρία μέρη και επιτέθηκε κατά των Ελλήνων στα Βέρβαινα, τα Άνω Δολιανά και το Δραγούνι. Η ιστορική νίκη των Ελλήνων στα Βέρβαινα και τα Δολιανά αναπτέρωσε το ηθικό των Ελλήνων πολεμιστών.
Το 1822 ο Άγιος Ιωάννης φιλοξένησε για δυόμισι μήνες την Κυβέρνηση της Επαναστατημένης Ελλάδας και την Άνοιξη του 1823 έγινε στο Άστρος η Β’ Εθνική Συνέλευση.
Το 1826 ο Ιμπραήμ, οργισμένος από τις απώλειές του, κατέλαβε και έκαψε τονΆγιο Πέτρο. Την ίδια τύχη ο Αγ. Ιωάννης, το Καστρί, η Μελιγού, ο Πλάτανοςκ.α. και, στη συνέχεια ο Πραστός.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η περιοχή του Πάρνωνα ανέδειξε και φιλοξένησε πολλές εξέχουσες μορφές της κλεφτουριάς. Ο σπουδαιότερος κλεφτοκαπετάνιος και θρύλος του Πάρνωνα κατά την προεπαναστατική περίοδο ήταν ο Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης. Ο Ζαχαριάς, γνωστός και ως“Αρχιστράτηγος του Μοριά”, ήθελε να ενώσει όλους τους Κλέφτες κάτω από το μπαϊράκι του. Ολόκληρη σχεδόν η Λακωνία και η Τσακωνιά είχαν οργανωθεί από τον ίδιο. Κοντά του αγωνίστηκαν πολλοί ξακουστοί Κλέφτες όπως ο κλεφτοκαπετάνιος Θανάσης Καράμπελας από τα Βέρβαινα. Στο σώμα του Ζαχαριά είχε μπει -σε νεαρή ηλικία- και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο περίφημος αργότερα «Γέρος του Μοριά» και πρωτοστάτης της επανάστασης.
Με την απελευθέρωση της Ελλάδας, ο Πραστός και ο Άγιος Πέτρος έγιναν πρωτεύουσες επαρχιών του νεοσύστατου κράτους και ο ορεινός όγκος του Πάρνωνα μοιράστηκε μεταξύ των νομών Αρκαδίας και Λακωνίας.
Κατά την γερμανοϊταλική κατοχή, η περιοχή του Πάρνωνα έγινε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα της αντίστασης κατά των κατακτητών. Με την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων η περιοχή δοκιμάστηκε -για άλλη μια φορά- από τον Εμφύλιο.
Η περιοχή του Πάρνωνα, ήδη από τα μέσα του 19ου αι., έχανε σιγά-σιγά την αίγλη και τη δυναμικότητά της και, όπως όλες οι ορεινές περιοχές της Ελλάδας, αποδεκατιζόταν πληθυσμιακά από την εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση. Με τη λήξη του Εμφυλίου η περιοχή δεν κατάφερε να ανακάμψει. Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης και η ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον ενέτειναν το φαινόμενο της μετανάστευσης και η περιοχή οδηγήθηκε σε οικονομική και δημογραφική κατάρρευση. Είναι χαρακτηριστικό ότι, ενώ το 1940 ο πληθυσμός της περιοχής ήταν περίπου 29.000 κάτοικοι, το 1991 μόλις που ξεπερνούσε τους 12.000 κατοίκους.
O Φορέας Διαχείρισης Πάρνωνα, Μουστού, Μαινάλου και Μονεμβασίας ενσωματώθηκε στον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α.) σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. ΥΠΕΝ/ΔΝΕΠ/11828/467/8-2-2022 απόφαση (ΦΕΚ 1056/Β/10-3-2022)
Η ιστοσελίδα της νέας Μονάδας Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Νότιας Πελοποννήσου είναι διαθέσιμη στον ακόλουθο σύνδεσμο:
https://necca.gov.gr/mu-southernpeloponnese
Η παρούσα ιστοσελίδα του πρώην Φορέα (http://www.fdparnonas.gr) πλέον δεν ενημερώνεται και παραμένει για αρχειακούς λόγους.
Επικοινωνία: mdpp.southernpeloponnese@necca.gov.gr
Natural Environment and Climate Change Agency (NECCA) incorporated Parnon, Moustos, Mainalon & Monemvasia Management Body, due to MD ΥΠΕΝ/ΔΝΕΠ/11828/467/8-2-2022 (GG 1056/Β/10-3-2022)
The website of Management Unit of The Southern Peloponnese Protected Areas is available at the following url:
https://necca.gov.gr/mu-southernpeloponnese
The present website of the ex-Management Body (http://www.fdparnonas.gr) is not currently updated and remains live for archival purposes.
Contact: mdpp.southernpeloponnese@necca.gov.gr