Η συνεχής παρουσία του ανθρώπου στην περιοχή του Πάρνωνα, σε συνδυασμό με την εύκολη σχετικά πρόσβαση, οδήγησε στη σταδιακή εξαφάνιση αρκετών ειδών της πανίδας και προπάντων των μεγάλων θηλαστικών.
H βιοποικιλότητα της προστατευόμενης περιοχής δεν είναι πλήρως γνωστή. Έχουν πραγματοποιηθεί λίγες ερευνητικές εργασίες και ακόμα λιγότερες μελέτες και για συγκεκριμένες μόνο ζωικές ομάδες στη μεγάλη αυτή περιοχή, οπότε και η γνώση μας για την πανιδική σύσταση της περιοχής μόνο ολοκληρωμένη δεν χαρακτηρίζεται. Περισσότερα στοιχεία αναμένεται να δώσουν οι εννιά (9) μελέτες παρακολούθησης των ειδών και τύπων οικοτόπων που πραγματοποιούνται στην προστατευόμενη περιοχή στο πλαίσιο της Πράξης: Προστασία και Διατήρηση της Βιοποικιλότητας του Όρους Πάρνωνα – Υγροτόπου Μουστού του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Περιβάλλον & Αειφόρος Ανάπτυξη» που συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ).
Τα μέχρι στιγμής δεδομένα -βιβλιογραφικά και παρατηρήσεις ερευνητών και του προσωπικού του Φορέα Διαχείρισης για την περιοχή παρουσιάζονται ακολούθως:
Τα άγρια θηλαστικά που ζουν στον Πάρνωνα είναι κυρίως νυκτόβια είδη, μικρού ή μεσαίου μεγέθους. Στον Πάρνωνα απαντούν τα συνήθη σε όλη την Ελλάδα είδη, όπως ο λαγός, η αλεπού, ο ασβός, το κουνάβι, η νυφίτσα, το τσακάλι, ορισμένα τρωκτικά και νυχτερίδες. Από τα είδη αυτά, σπάνιο και απειλούμενο μπορεί να θεωρηθεί μόνο το τσακάλι, του οποίου οι πληθυσμοί μειώνονται συνεχώς στην Ελλάδα, ενώ δεν συναντάται σε άλλη χώρα της ΕΕ.
Στην προστατευόμενη περιοχή εξαπλώνονται 27 είδη θηλαστικών (εκτός των χειροπτέρων), που ανήκουν στις ακόλουθες οικογένειες: Ακανθοχοιρόμορφα (σκαντζόχοιροι), Μυγαλόμορφα (μυγαλές, ασπάλακες), Λαγόμορφα (λαγοί, αγριοκούνελα), Τρωκτικά (ποντικοί, αρουραίοι, τυφλοπόντικες), Σαρκογάγα (τσακάλια, αλεπούδες, κουνάβια, ασβοί, νυφίτσες, κ.ά.) και Αρτιοδάκτυλα (αγριογούρουνα, ζαρκάδια, κ.ά.).
Σημαντικότατο είδος η βίδρα (Lutra lutra), είδος προτεραιότητας για την ΕΕ, με έναν μικρό πληθυσμό να οριοθετείται στον υγρότοπο του Μουστού. Το τσακάλι (Canis aureus), αν και δεν είναι είδος προτεραιότητας, είναι είδος με μεγάλη οικολογική σημασία καθώς είναι ο μεγαλύτερος χερσαίος θηρευτής που επιβιώνει στην Πελοπόννησο και ως παμφάγο και πτωματοφάγο είδος συντελεί στον «καθαρισμό» των βιοτόπων που διαβιεί. Η αγριόγατα (Felis silvestris) θεωρείται εξαφανισμένη από την Πελοπόννησο αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι επιβιώνει σε ορισμένες απομονωμένες περιοχές. Από τα είδη των χειροπτέρων, εξαπλώνονται στην περιοχή 22 είδη, με τα 10 από αυτά να είναι είδη προτεραιότητας για την ΕΕ. Η οικολογική σημασία όλων των ειδών νυχτερίδων είναι τεράστια, καθώς αποτελούν βασικό ρυθμιστή των πληθυσμών εντόμων, επιβλαβών και μη.
Τα άγρια θηλαστικά που συναντάμε σήμερα στον Πάρνωνα δεν είναι δυνατόν να συγκριθούν ούτε σε αριθμό ειδών ούτε σε πληθυσμούς με τα θηλαστικά που ζούσαν εδώ άλλοτε. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη, σε παλαιότερες εποχές, ειδών που σήμερα έχουν χαθεί, μπορεί να συναχθεί με κάποια βεβαιότητα ότι στον Πάρνωνα ζούσαν κατά το παρελθόν τα παρακάτω είδη θηλαστικών:
Καστανή αρκούδα (Ursus arctos) – Εξαφανίστηκε μετά τον 15ο αιώνα.
Λύγκας ή Ρίτσος (Lynx lynx) – Εξαφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα.
Λύκος (Canis lupus) – Εξαφανίστηκε γύρω στο 1925.
Ελάφι (Cervus elaphus) – Εξαφανίστηκε στην τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Ζαρκάδι (Capreolus capreolus) – Εξαφανίστηκε στις αρχές του 20ου αι. Λίγα άτομα επανεισάχθηκαν πρόσφατα.
Αγριόγατος (Felis sylvestris) – Άγνωστο πότε ακριβώς εξαφανίστηκε. Πιθανώς στη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Σε αντίθεση με τα θηλαστικά, η ορνιθοπανίδα στην περιοχή του Πάρνωνα είναι εξαιρετικά πλούσια. Ο μεν Πάρνωνας διαθέτει μεγάλη ποικιλία ιδίως στρουθιόμορφων πουλιών, όπως παπαδίτσες, τσοπανάκους, τσίχλες, κοτσύφια, σπουργίτια, χελιδόνια, κουρούνες κ.α., ο δε υγρότοπος του Μουστού χρησιμοποιείται ως σταθμός διατροφής και ξεκούρασης από πολλά σπάνια μεταναστευτικά υδρόβια ή παρυδάτια είδη.
Η ορνιθοπανίδα του Πάρνωνα περιλαμβάνει τουλάχιστον 249 είδη με παρουσία μόνιμη ή εποχική, ενώ κάποια είδη είναι περαστικά κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης ή περνούν τυχαία από την περιοχή.
Τα 80 από τα είδη αυτά αναφέρονται στο Παράρτημα Ι της Οδηγίας 97/409, χρίζονται ιδιαίτερης προστασίας. Τα πιο σπάνια είναι ο χρυσαετός, ο τσίφτης, ο στεπόκιρκος, ο σταυραετός, η χιονάδα, ο πετροκότσιφας, η χιονότσιχλα και η κιτρινοκαλιακούδα, που απαντούν στην περιοχή του Πάρνωνα, και ο πορφυροτσικνιάς, ο οποίος απαντά στον Υγρότοπο Μουστού.
Οι κορυφές του Πάρνωνα με τη χαμηλή θαμνώδη βλάστηση, αν και έχουν μικρή ποικιλότητα ειδών, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω της ύπαρξης πουλιών προσαρμοσμένων ειδικά στο περιβάλλον αυτό, όπως είναι η χιονάδα και η κιτρινοκαλιακούδα.
Η ορεινή δασώδης ζώνη του Πάρνωνα (περίπου 800-1.500 μ. υψόμετρο), με το ηπιότερο -σχετικά με άλλα ελληνικά βουνά- κλίμα και τα πλούσια δάση ελάτης και μαύρης πεύκης, διατηρεί πολύ πυκνούς πληθυσμούς πουλιών, κυρίως στρουθιόμορφων. Αξιοσημείωτο είναι ότι τα πουλιά αυτά δεν απαντούν μόνο κατά τόπους στη ορεινή ζώνη, αλλά σε ολόκληρη την έκτασή της, φαινόμενο σχετικά σπάνιο για τα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Η ημιορεινή δασώδης και θαμνώδης ζώνη (περίπου 600-800 μ. υψόμετρο) παρουσιάζει επίσης μεγάλο ορνιθολογικό ενδιαφέρον, όχι μόνο ως προς την πυκνότητα των πληθυσμών των ειδών αλλά και ως προς την ποικιλία τους. Στη ζώνη αυτή είναι χτισμένα αρκετά από τα χωριά του Πάρνωνα. Τα φυλλοβόλα ή μικτά δάση και οι μικροί αγροί κηπευτικών ή οπωροφόρων που τα περιβάλλουν προσφέρουν μεγάλη ποικιλία ενδιαιτημάτων. Επιπλέον, η ύπαρξη τρεχούμενων νερών κοντά σε αρκετά από αυτά τα χωριά βελτιώνει σημαντικά τις συνθήκες διαβίωσης και αναπαραγωγής για δεκάδες είδη πουλιών, έτσι ώστε (γύρω από τέτοια χωριά) να έχουν δημιουργηθεί κυριολεκτικά μικροί «ορνιθολογικοί παράδεισοι».
Τέλος, η ημιορεινή λοφώδης ζώνη με θαμνώνες αείφυλλων-πλατύφυλλων (από τις ακτές μέχρι περίπου 700 μ. υψόμετρο) δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ορνιθολογικό ενδιαφέρον συγκριτικά με άλλες περιοχές της Ελλάδας. Και σ’ αυτή πάντως, η ποικιλία των ειδών και η πυκνότητα των πληθυσμών είναι αξιόλογη.
Ο υγρότοπος Μουστού, με κριτήριο την παρουσία μεγάλου αριθμού απειλούμενων ειδών σε περιορισμένη έκταση, αναδεικνύεται ως χώρος εξέχουσας σημασίας για την ορνιθοπανίδα σε ολόκληρη την περιοχή του Πάρνωνα. Αν και σχετικά μικρός, εν τούτοις περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία ενδιαιτημάτων, όπως παράκτια λίμνη, κανάλια, αλμυρόβαλτους,καλαμιώνες, λασποτόπια κ.α. με αποτέλεσμα και η ποικιλία των ειδών να είναι αξιόλογη.
Επιπλέον, ο Μουστός είναι ο σημαντικότερος και ο μόνος αξιόλογου μεγέθους υγρότοπος στην ανατολική Πελοπόννησο, και ο πρώτος που συναντούν τα μεταναστευτικά πουλιά που ακολουθούν τις ανατολικές ακτές της Ελλάδας προς το βορρά. Ο επόμενος (μεγάλος) υγρότοπος είναι το Δέλτα του Σπερχειού. Η ευρύτερη λοιπόν σημασία του για τα υδρόβια και παρυδάτια πουλιά αφορά τη χρήση του ως σταθμού ξεκούρασης καιδιατροφής τους κατά τη μετανάστευση. Επιπλέον, ορισμένα απειλούμενα είδη διατηρούν και κάποιους φωλιάζοντες πληθυσμούς.
Τα πουλιά αποτελούν μία ιδιαίτερη ομάδα ζώων με μεγάλη σημασία για την οικολογία μιας περιοχής επειδή:
Τα χαρακτηριστικά αυτά, σε συνδυασμό με τη σχετικά εύκολη παρατήρηση και καταγραφή τους, τα καθιστούν άριστους περιβαλλοντικούς δείκτες. Αυτό σημαίνει ότι, καταγράφοντας τα πουλιά που υπάρχουν σε μία περιοχή, μπορεί κανείς να εκτιμήσει την οικολογική κατάστασή της. Όσο μεγαλύτερη η ποικιλομορφία και η πυκνότητα της ορνιθοπανίδας σε μία περιοχή, τόσο μεγαλύτερη και η οικολογική της αξία.
Η μετανάστευση είναι μία εποχιακή κίνηση, από περιοχές όπου οι συνθήκες διαβίωσης γίνονται δύσκολες, σε περιοχές με ευνοϊκότερες συνθήκες. Από τον κόσμο των πουλιών σχεδόν τα μισά είδη περνούν τους χειμώνες και τα καλοκαίρια σε διαφορετικές περιοχές, διανύοντας μεγάλες αποστάσεις την άνοιξη και το φθινόπωρο.
Πως προσανατολίζονται; Κατά τη διάρκεια της ημέρας χρησιμοποιούν συχνά τον ήλιο ως πυξίδα, ενώ κατά τη διάρκεια της νύχτας οδηγούνται από τα αστέρια. Κάθε 24 ώρες τα αστέρια περιστρέφονται γύρω από ένα σταθερό σημείο. Είναι αξιοσημείωτο πως τα πουλιά έχουν την ικανότητα να εντοπίζουν το συγκεκριμένο σημείο και να το συνδυάζουν με τη θέση της σελήνης και με το μαγνητικό πεδίο της γης. Επίσης, πολύ συχνά, τα μεταναστευτικά πουλιά χαράζουν την πορεία τους (κατά τη διάρκεια της ημέρας) χρησιμοποιώντας ως ορόσημα ποτάμια ή ακτές. Σε κάποιες περιοχές, εκατομμύρια πουλιά χρησιμοποιούν στενά ακρωτήρια ως οδηγό πριν διασχίσουν τη θάλασσα. Πιστευεται επίσης ότι τα νεαρά πουλιά, οδηγούμενα από τους γονείς τους, απομνημονεύουν μεγάλα τμήματα της διαδρομής που ακολουθούν, παίρνοντας ως σημεία αναφοράς τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία των περιοχών απ’ όπου διαβαίνουν.
Στην προστατευόμενη περιοχή απαντούν 31 διαφορετικά είδη ερπετών. Από τις χελώνες υπάρχουν 6 είδη (2 θαλάσσιες, 2 χερσαίες και 2 των γλυκών νερών) με όλα τα είδη να είναι είδη προτεραιότητας για την ΕΕ, και την χελώνα καρέτα (Caretta caretta) να είναι το περισσότερο γνωστό είδος. Τα 12 είδη σαυρών που καταγράφονται στην περιοχή περιλαμβάνουν σαύρες ενδημικές της Πελοποννήσου όπως η μοραϊτόσαυρα (Algyroides moreoticus), η γραικόσαυρα (Hellenolacerta graeca), η πελοποννησιακή γουστέρα (Podarcis peloponnesiacus) και ο οφιόμορος (Ophiomorus punctatissimus). Από τα 13 είδη φιδιών που έχουν αναφερθεί για την περιοχή τα 2 είδη είναι προτεραιότητας για την ΕΕ και συγκεκριμένα ο τετράγραμμος (Elaphe quatuorlineta) και το σπιτόφιδο (Zamenis situlus).
Σε ότι αφορά στα αμφίβια στην περιοχή απαντούν 8 είδη, εκ των οποίων 2 είδη φρύνων και 6 είδη βατράχων, με τα είδη βατράχων να αποτελούν σε ένα βαθμό δείκτες της ποιότητας των εσωτερικών υδάτων της περιοχής.
Σε ότι αφορά στην ιχθυοπανίδα, στη λιμνοθάλασσα του Μουστού και τις γειτονικές λίμνες απαντούν 12 είδη ψαριών, με το είδος Ζαχαριάς Αλμυρής (Aphanius almiriensis/fasciatus) να είναι είδος προτεραιότητας για την ΕΕ και ενδημικό είδος του υγροτόπου. Στα ποτάμια που καταλήγουν στον υγρότοπο ή βρίσκονται στον ορεινό όγκο της προστατευόμενης περιοχής αναφέρονται 6 είδη ψαριών.
Τα ασπόνδυλα είναι η πολυπληθέστερη πανιδική ομάδα και η λιγότερο μελετημένη στην προστατευόμενη περιοχή, κυρίως εξαιτίας του τεράστιου εύρους των αντιπροσώπων της. Στο πλαίσιο των προγραμμάτων παρακολούθησης του Φορέα Διαχείρισης, η μελέτη των ασπονδύλων της περιοχής περιορίζεται στα υδρόβια ασπόνδυλα, τα χερσαία γαστερόποδα, τα ορθόπτερα, τα ισόποδα, τα αραχνίδια και τα εδαφόβια κολεόπτερα. Τα μέχρι στιγμής δεδομένα καταγράφουν 31 είδη υδρόβιων ασπονδύλων που περιλαμβάνουν ενδημικά είδη και ένα ενδημικό γένος υδρόβιων γαστεροπόδων!
Για τα χερσαία γαστερόποδα αναφέρονται τουλάχιστον 12 είδη ενδημικά του Πάρνωνα και 5 είδη της ΝΑ Πελοποννήσου. Τα υδρόβια έντομα έχουν τουλάχιστον 6 αντιπροσώπους ενδημικούς του Πάρνωνα, ενώ τα μυριάποδα και αραχνίδια – σύμφωνα με τη βιβλιογραφία – πιθανόν να αντιπροσωπεύονται από τουλάχιστον 10 είδη ενδημικά της Ελλάδας, της Πελοποννήσου ή περιοχών αυτής. Τέλος, για τα εδαφικά κολεόπτερα η εξάπλωση τουλάχιστον 14 ειδών ενδημικών της Πελοποννήσου και ενός είδους ενδημικού του Πάρνωνα και ενός είδους προτεραιότητας για την ΕΕ, και για ισόποδα 2 ειδών ενδημικών της Πελοποννήσου και ενός είδους ενδημικού του Πάρνωνα θεωρείται δεδομένη.
O Φορέας Διαχείρισης Πάρνωνα, Μουστού, Μαινάλου και Μονεμβασίας ενσωματώθηκε στον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (Ο.ΦΥ.ΠΕ.Κ.Α.) σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. ΥΠΕΝ/ΔΝΕΠ/11828/467/8-2-2022 απόφαση (ΦΕΚ 1056/Β/10-3-2022)
Η ιστοσελίδα της νέας Μονάδας Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Νότιας Πελοποννήσου είναι διαθέσιμη στον ακόλουθο σύνδεσμο:
https://necca.gov.gr/mu-southernpeloponnese
Η παρούσα ιστοσελίδα του πρώην Φορέα (http://www.fdparnonas.gr) πλέον δεν ενημερώνεται και παραμένει για αρχειακούς λόγους.
Επικοινωνία: mdpp.southernpeloponnese@necca.gov.gr
Natural Environment and Climate Change Agency (NECCA) incorporated Parnon, Moustos, Mainalon & Monemvasia Management Body, due to MD ΥΠΕΝ/ΔΝΕΠ/11828/467/8-2-2022 (GG 1056/Β/10-3-2022)
The website of Management Unit of The Southern Peloponnese Protected Areas is available at the following url:
https://necca.gov.gr/mu-southernpeloponnese
The present website of the ex-Management Body (http://www.fdparnonas.gr) is not currently updated and remains live for archival purposes.
Contact: mdpp.southernpeloponnese@necca.gov.gr